ΠΕΜΠΤΗ 25-2-2010
Θετική άσκηση προπονητικής.
Ένας κατάλογος ενδεδειγμένων συμπεριφορών για γονείς, αθλητικά στελέχη και προπονητές.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΛΑΙΤΖΗ ΜΕΛΟΣ ΔΣ ΣΦΚ ΠΙΕΡΙΚΟΣ
O πρώτος λόγος για την παραμονή παιδιών στον αθλητισμό είναι η θετική υποστήριξη από τους προπονητές και τους γονείς. Τα παιδιά που παραμένουν στον αθλητισμό δεν εγκαταλείπουν το σχολείο, παίρνουν καλύτερους βαθμούς και έχουν λιγότερα προβλήματα ανεπιθύμητης συμπεριφοράς.
Είναι προφανές ότι το κλειδί για ένα επιτυχημένο πρόγραμμα νεανικού αθλητισμού, όπου τα παιδιά πρόθυμα προσέρχονται και συνεχίζουν να συμμετέχουν, είναι η θετική υποστήριξη την οποία τα παιδιά νιώθουν ότι ο προπονητής τους, το γενικότερο περιβάλλον και οι γονείς τους παρέχουν.
Είναι εξαιρετικά σημαντικό εμείς, ως γονείς, αθλητικά στελέχη και προπονητές, να θυμόμαστε ότι ένας επιτυχημένος προπονητής ή πρόγραμμα για παιδιά δεν θεωρείται αυτό που έχει επιτύχει περισσότερες νίκες, αλλά αυτό που επιτυγχάνει την μεγαλύτερη συμμετοχή παιδιών στο άθλημα.
Σαν βοηθητική υπόμνηση, παραθέτουμε τον κατάλογο που ακολουθεί και αναφέρεται σε συμπεριφορές που είναι συνδεδεμένες με την θετική άσκηση της προπονητικής.
Επαινώ τα παιδιά μόνο και μόνο επειδή συμμετέχουν.
Αναζητώ τα θετικά στοιχεία και μεγεθύνω την σημαντικότητά τους
Παραμένω ήρεμος όταν τα παιδιά κάνουν λάθη, βοηθώντας τα να διδαχθούν απ’ αυτά.
Έχω λογικές και εφικτές προσδοκίες.
Συμπεριφέρομαι προς τα παιδιά με σεβασμό, αποφεύγοντας τις προσβολές, τον σαρκασμό, και την γελοιοποίηση.
Υπενθυμίζω στα παιδιά να μην απογοητεύονται και αποκαρδιώνονται.
Θυμάμαι να μην παίρνω πάρα πολύ στα σοβαρά τον εαυτό μου κατά την διάρκεια του παιγνιδιού.
Διατηρώ την διάθεση ότι στον παιδικό αθλητισμό η διασκέδαση των παιδιών αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα, με πολλά γέλια και αίσθηση αστειότητας.
Δίνω έμφαση στην ομαδικότητα, και βοηθώ τα παιδιά να σκέφτονται «εμείς» αντί «εγώ».
Αποτελώ πρότυπο αθλητικού πνεύματος:
(α) Νίκη χωρίς χαιρεκακία
(β) Ήττα χωρίς παράπονα
(γ) Συμπεριφορά προς τους αντιπάλους και τους διαιτητές με τιμιότητα, γενναιοδωρία, και αβροφροσύνη.
Επαινώ τα παιδιά μόνο και μόνο επειδή συμμετέχουν.
Είναι σημαντικό για μας, ως προπονητές, να θέσουμε τον νεανικό αθλητισμό στην κατάλληλη προοπτική. Τα παιδιά μεγαλώνοντας σήμερα δέχονται πολλαπλές πιέσεις και φαίνεται ανόητο για τους μεγάλους να προσθέτουν επιπλέον πίεση σε ένα πεδίο που θεωρείται ότι είναι χώρος «διασκέδασης και παιγνιδιού». Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να αναγνωρίσουμε την θετική επιλογή του παιδιού να ασχοληθεί με κάποιο άθλημα αντί να σπαταλά άσκοπα τον ελεύθερο χρόνο του. Πρέπει να εκτιμούμε το κάθε παιδί απλώς και μόνο για την συμμετοχή του. Το παιδί επιλέγει να εμπλακεί, να έρχεται στις προπονήσεις και να συμμετέχει στους αγώνες. Ακόμη και όταν το παιδί βρεθεί σε άσχημη μέρα στην προπόνηση ή στο παιγνίδι, τουλάχιστον συμμετέχει και δεν εγκαταλείπει το άθλημα. Πρέπει να υπενθυμίζουμε στους εαυτούς μας να μην δίνουμε σημασία και να επαινούμε τα παιδιά μόνο όταν έχουν επιτυχημένη εμφάνιση. Είναι εύκολο να επαινούμε τα παιδιά που τα καταφέρνουν καλά σε κάποιο άθλημα. Πρέπει επίσης να επαινούμε τα παιδιά που δεν διακρίνονται ιδιαίτερα αλλά παραμένουν στο άθλημα μέρα με τη μέρα, έρχονται στις προπονήσεις και στα παιγνίδια, ακόμη κι αν ο χρόνος συμμετοχής τους είναι περιορισμένος.
Αναζητώ τα θετικά στοιχεία και μεγεθύνω την σημαντικότητά τους.
Λέγεται ότι μια κύρια πηγή που διαμορφώνει τον αυτοπροσδιορισμό των παιδιών είναι αυτά που ακούν για τον εαυτό τους από τους άλλους, ιδιαίτερα από τους μεγάλους. Αν θέλουμε να βοηθήσουμε να προαχθεί ένας θετικός αυτοπροσδιορισμός στα παιδιά ενώ συμμετέχουν στον αθλητισμό πρέπει να επικεντρωθούμε στην αναζήτηση των θετικών στοιχείων τους και κατόπιν να τους τα επισημάνουμε με ένθερμη επιδοκιμασία.
Οι επιστημονικές έρευνες έχουν δείξει ότι μια υγιής σχέση είναι δομημένη κατ’ αναλογία με 4 προς 1 θετικά προς αρνητικά στοιχεία. Αυτός είναι ένας καλός κανόνας αναφοράς για τους προπονητές. Όταν προσερχόμαστε στην προπόνηση ή στον αγώνα, πρέπει να έχουμε κατά νου να τηρήσουμε μια υγιή αναλογία επισήμανσης των θετικών στοιχείων προς τα αρνητικά στοιχεία.
Επιπλέον, αν θέλουμε τα παιδιά να εισπράττουν τις θετικές επισημάνσεις μας, πρέπει να είμαστε συγκεκριμένοι. «Καλή προσπάθεια» και «καλό παιγνίδι» είναι πολύ ασαφή. Τα παιδιά χρειάζονται κάτι συγκεκριμένο ώστε να μπορούν να το κατανοήσουν και να το θυμούνται (π.χ. «Μου αρέσει ο τρόπος που τοποθετείς το σώμα σου στην άμυνα,» «Μου αρέσει η αδιάκοπη προσπάθειά σου μέχρι το τελευταίο σφύριγμα της λήξης».) Η βοήθεια προς κάποιο παιδί να συνειδητοποιήσει την συγκεκριμένη πρόοδό του γίνεται πάντοτε με την επισήμανση των θετικών του στοιχείων.
Τελικά, δεν είναι αρκετό απλώς να επισημάνουμε κάποιο θετικό στοιχείο. Είναι εξ ίσου σημαντικό να του προσδώσουμε μεγάλη σημασία, να το επιδοκιμάσουμε με θερμές κινήσεις. Γιατί; Επειδή τα παιδιά ακούν, αντιδρούν και θυμούνται την κίνηση. Όσο μεγαλύτερη δημόσια θετική αναστάτωση προκαλούμε ως προπονητές όταν κάποιο παιδί κάνει κάτι σωστά, τόσο το καλύτερο. Στην πραγματικότητα, μια καλή τακτική είναι: «Να επαινείς δημόσια και να επικρίνεις ιδιαιτέρως, ιδιωτικά».
Παραμένω ήρεμος όταν τα παιδιά κάνουν λάθη, βοηθώντας τα να διδαχθούν απ’ αυτά.
Το κλειδί για μια θετική προπονητική υποστήριξη είναι η τέχνη της αλληλεπίδρασης με κάποιο παιδί αφού έχει γίνει κάποιο λάθος. Σε ιδανικές συνθήκες, ο νεανικός αθλητισμός προσφέρει στα παιδιά σπουδαία μαθήματα για την ζωή: 1) Είναι αποδεκτό να κάνεις κάποιο λάθος, 2) τα λάθη είναι αναπόφευκτα και 3) τα λάθη είναι «περάσματα» για μάθηση.
Όταν κάποιο παιδί κάνει κάποιο λάθος σε κάποιο άθλημα, ένα από δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνει: 1) το παιδί μπορεί να μάθει από το λάθος και να προσπαθήσει να βελτιωθεί τη επόμενη φορά, ή 2) το παιδί μπορεί να απορροφηθεί τελείως από τον φόβο ότι θα κάνει πάλι κάποιο λάθος.
Αν ο προπονητής παραμείνει ήρεμος και προσπαθήσει να δώσει οδηγίες στο παιδί, υπάρχει πιθανότητα το παιδί να θεωρήσει το λάθος σαν μια ευκαιρία για να μάθει. Αν ο προπονητής παραμείνει ήρεμος υπάρχει πιθανότητα το παιδί να παραμείνει ήρεμο, να επικεντρώσει την προσοχή του στο λάθος και να διδαχθεί απ’ αυτό.
Δυστυχώς, ως ανθρώπινα όντα, συχνά έχουμε την τάση να επιδεικνύουμε εντονότερη κινητικότητα στις αρνητικές αντιδράσεις μας απ’ ότι στις θετικές. Οπότε απαιτείται μια επιπλέον προσπάθεια από την πλευρά μας ως προπονητές για να υπενθυμίζουμε στους εαυτούς μας να κάνουμε τα αδύνατα δυνατά και να παραμένουμε ήρεμοι όταν τα λάθη συμβαίνουν.
Έχω λογικές και εφικτές προσδοκίες.
Μια σημαντική απογοήτευση για τα παιδιά, στον αθλητισμό και στην ζωή, πηγάζει από την προσπάθειά τους να εκπληρώσουν τις προσδοκίες των μεγάλων στην ζωή τους. Κάποιες φορές, τα παιδιά νοιώθουν έντονα την ανάγκη της επιδοκιμασίας από τους μεγάλους. Η έλλειψη επιδοκιμασίας, εξ αιτίας ανέφικτων προσδοκιών των μεγάλων, μπορεί να αποτελέσει σημαντική αιτία χαμηλής αυτοεκτίμησης. Επειδή ο προπονητής συχνά παίζει έναν σοβαρό ρόλο στην ζωή ενός παιδιού, είναι σημαντικό να τρέφει λογικές προσδοκίες για την πορεία του παιδιού. Οι προσδοκίες ικανοτήτων ενός καλού προπονητή εδράζονται στην γνώση ότι όλα τα παιδιά στον νεανικό αθλητισμό 1) έχουν διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης μυοκινητικών ικανοτήτων, 2) περνούν περιόδους στασιμότητας στην ανάπτυξη των ικανοτήτων τους και 3) έχουν αναπτυξιακές «εκρήξεις» οι οποίες μπορεί να επηρεάζουν τον συντονισμό τους.
Οι προσδοκίες ενός καλού προπονητή για την ύπαρξη κινήτρων εδράζονται στην ενημερότητα ότι υπάρχουν τρία επίπεδα κινητοποίησης για τα παιδιά στον αθλητισμό: 1) μερικά παιδιά, ειδικά οι αρχάριοι, παίζουν απλώς επειδή οι γονείς τους τα κατέταξαν στην ομάδα, 2) πολλά παιδιά παίζουν επειδή η συμμετοχή τους αποτελεί κοινωνικό γεγονός που τους επιτρέπει να συνευρίσκονται με τους φίλους τους, 3) μια μικρότερη ομάδα παιδιών, που η ηλικίες τους κυμαίνονται από 11 ως 12 χρονών παίζουν επειδή απολαμβάνουν το άθλημα για χάρη του αθλήματος.
Οι προσδοκίες αφοσίωσης των παιδιών που πρέπει να τρέφει ένας καλός προπονητής εδράζονται στην γνώση ότι το επίπεδο αφοσίωσης για προπόνηση και τελειοποίηση των ικανοτήτων εξαρτάται από την ύπαρξη κινήτρων και από το επίπεδο κινητοποίησης του παιδιού. Ένας καλός προπονητής γνωρίζει επίσης ότι η αφοσίωση φθίνει όταν το αγώνισμα παύει να αποτελεί διασκέδαση για το παιδί.
Συμπεριφέρομαι προς τα παιδιά με σεβασμό, αποφεύγοντας τις προσβολές, τον σαρκασμό, και την γελοιοποίηση.
Όταν ένα παιδί έρχεται για να αγωνιστεί σε κάποιο άθλημα του αξίζει να του συμπεριφέρονται με σεβασμό. Αυτό σημαίνει ότι ο προπονητής δεν πρέπει να το προσβάλει, να το γελοιοποιεί και να σαρκάζει εις βάρος του. Ο Dr. Thomas Tutko, αναγνωρισμένος συγγραφέας, ομιλητής και αθλητικός ψυχολόγος, επισημαίνει ότι όποιος προπονητής για παιδιά προσφέρεται να αναλάβει το έργο να καθοδηγεί παιδιά σ’ οποιοδήποτε άθλημα πρέπει να είναι προσεκτικός στο πως θα συμπεριφέρεται προς αυτά. Χρησιμοποιεί τον όρο «δυνητική κακομεταχείριση του παιδιού» όταν περιγράφει την λεκτική και συναισθηματική ενόχληση που συμβαίνει εν ονόματι της «προπονητικής» στον νεανικό αθλητισμό.
Υπενθυμίζω στα παιδιά να μην απογοητεύονται και αποκαρδιώνονται.
Κάποτε παρατήρησα ένα περιστατικό άσκησης εξαιρετικής προπονητικής σ’ έναν αγώνα μπάσκετ. Ένα παιδί έχασε ένα lay-up σ’ έναν αιφνιδιασμό. Ο προπονητής το αντικατέστησε για να του πει: «Παιδί μου δεν σ’ έβγαλα γιατί έχασες το καλάθι. Σε αντικατέστησα γιατί αφού έχασες το καλάθι κατέβασες το κεφάλι σου κάτω και καθυστέρησες να επιστρέψεις πίσω στην άμυνα επιτρέποντας έτσι τον προσωπικό σου αντίπαλο να πετύχει ένα εύκολο καλάθι. Αν απογοητεύεσαι μετά από κάθε λάθος σου αυτό που κατορθώνεις είναι να προσφέρεις στον αντίπαλό σου ένα πλεονέκτημα. Έλα τώρα, μπες πάλι μέσα, διδάξου από τα λάθη σου και σταμάτα να κάνεις κακό στον εαυτό σου!»
Η παιδική ηλικία είναι μια περίοδος με ανάμικτα συναισθήματα. Τα παιδιά μέσα σε δευτερόλεπτα μεταβάλλονται από «αγέρωχα» σε «ανασφαλή». Μια σταθερή υπενθύμιση από τον προπονητή μπορεί να τα βοηθήσει να μην διαλυθούν όταν οι καταστάσεις δεν εξελίσσονται ευνοϊκά.
Θυμάμαι να μην παίρνω πάρα πολύ στα σοβαρά τον εαυτό μου κατά την διάρκεια του παιγνιδιού.
Τα κινούμενα σχέδια έχουν έναν ιδιαίτερο τρόπο για να μας υπενθυμίζουν τις αδυναμίες μας. Σε μια ολοφάνερη παρωδία φαίνεται κάποιο παιδί να βγαίνει από τον αγωνιστικό χώρο μετά από μια ήττα. Οι γονείς του το «σέρνουν» προς το αυτοκίνητο, και το παιδί λέει «Το παιγνίδι δεν τελείωσε ακόμη, αφού ο προπονητής μας δεν έβαλε ακόμη τα κλάματα!» Σε κάποιο άλλο επεισόδιο, ενώ στον φωτεινό πίνακα φαίνεται ότι η γηπεδούχος ομάδα ηττήθηκε, ένα παιδί αγκαλιάζει τον προπονητή του που δείχνει απογοητευμένος λέγοντας «Μην στενοχωριέσαι Coach, απλώς ήταν ένα παιγνίδι παιδικού πρωταθλήματος!»
Αν και είναι μια εθελοντική θέση, μερικοί προπονητές παιδικών ομάδων φαίνεται πως την έχουν ταυτίσει με την «ζωή» τους. Το ίδιο πρόσωπο που φαίνεται τόσο ήρεμο και άνετο φεύγοντας από την προπόνηση και το παιγνίδι μεταβάλλεται σε μια τελείως διαφορετική προσωπικότητα σαν «προπονητής». Κάποιες φορές, φαίνεται πως επισυμβαίνει μια απόλυτη ταύτιση με την θέση. Στον νεανικό αθλητισμό όταν υπεισέρχεται κάποια διαδικασία «επιλογής» φαίνεται πως υπάρχει ο κίνδυνος αυξημένου εγωισμού. Μ’ άλλα λόγια, είναι σαν να σκέφτεται ο προπονητής: «Παιδιά εγώ σας επέλεξα. Αν δεν αποδίδετε καλά αποδεικνύεται ότι εγώ δεν είμαι καλός».
Διατηρώ την διάθεση ότι στον παιδικό αθλητισμό η διασκέδαση των παιδιών αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα, με πολλά γέλια και αίσθηση αστειότητας.
Στον νεανικό αθλητισμό η διασκέδαση αποτελεί τον κύριο πόλο έλξης για τα παιδιά. Σ’ όλες τις έρευνες, όταν ρωτάν τα παιδιά γιατί συμμετέχουν στον αθλητισμό, ο πρώτος λόγος είναι πάντοτε ο ίδιος – για να διασκεδάσουν. Η νίκη είναι κι αυτή ένας λόγος για την συμμετοχή τους αλλά βρίσκεται τελευταία στον κατάλογο. Τα παιδιά θέλουν να συναγωνίζονται, αλλά είναι η διασκέδαση του συναγωνισμού που έχει σημασία, η διέγερση και η έξαψη του ανταγωνισμού, και όχι απλώς η νίκη.
Η επιστημονική έρευνα έχει δείξει ότι τα παιδιά μαθαίνουν καλύτερα όταν διασκεδάζουν. Ο αποτελεσματικός προπονητής είναι ο προπονητής που μαθαίνει τι είναι διασκεδαστικό για τα παιδιά μπαίνοντας στην θέση τους και βλέποντας τον κόσμο από την δική τους οπτική γωνία, την οπτική γωνία της διασκέδασης. Ο αποτελεσματικός προπονητής γνωρίζει ότι η διασκέδαση, το γέλιο και η διάθεση αστειότητας αποτελούν την δεύτερη φύση των παιδιών.
Δίνω έμφαση στην ομαδικότητα, και βοηθώ τα παιδιά να σκέφτονται «εμείς» αντί «εγώ».
Ένας από τους σημαντικότερους θεμέλιους λίθους της αυτοπεποίθησης είναι η ανάπτυξη μιας αίσθησης ότι ανήκουμε κάπου. Είμαστε κοινωνικά ζώα και έχουμε την ανάγκη να νοιώθουμε ότι ανήκουμε σε μια ομάδα. Τα παιδιά που συμμετέχουν στον νεανικό αθλητισμό αυτόματα αισθάνονται ότι ανήκουν κάπου (όνομα ομάδος, στολές ομάδος, φωτογραφίες ομάδος, συνεστιάσεις, κ.λ.π.) Όμως, ο προπονητής είναι αυτός που παίζει τον κεντρικό ρόλο για την πραγμάτωση της ιδέας της «ομάδος». Ο προπονητής εξασφαλίζει ότι όλα τα παιδιά στην ομάδα τυγχάνουν αναγνώρισης, και όχι μόνο τα «αστέρια». Ο προπονητής δεν επιτρέπει συναθλητές να αλληλοκρίνονται. Ο προπονητής ενθαρρύνει τους γονείς να δίνουν σημασία και να φιλοφρονούν όλους τους παίκτες της ομάδος, και όχι μόνο τα δικά τους παιδιά ή μόνο τους καλούς παίκτες, τα «αστέρια».
Αποτελώ πρότυπο αθλητικού πνεύματος:
Σε μια εποχή που το αθλητικό πνεύμα αγωνίζεται να επιβιώσει στον επαγγελματικό, κολεγιακό και συχνά στον σχολικό αθλητισμό, ο προπονητής των παιδιών αποτελεί το κύριο πρότυπο αθλητικού πνεύματος. Τα παιδιά προσβλέπουν στον προπονητή τους να τους δείξει τον δρόμο σε τρεις περιοχές του αθλητικού πνεύματος, 1) Νίκη χωρίς χαιρεκακία, 2) Ήττα χωρίς παράπονα, 3) Συμπεριφορά προς τους αντιπάλους και τους διαιτητές με τιμιότητα, γενναιοδωρία, και αβροφροσύνη.
Η αποστολή του θετικού προπονητή είναι να διδάξει στα παιδιά να ελέγχουν τα αισθήματά τους κατά την διάρκεια του αγώνα και μετά απ’ αυτόν στις στις σχέσεις τους με τους αντιπάλους και τους διαιτητές.
Μια τελευταία επισήμανση
Σαν προπονητές είμαστε ανθρώπινα όντα, όχι ρομπότς. Σε πείσμα των καλών προθέσεών μας όλοι μπορεί να έχουμε κακές στιγμές. Ελπίζουμε, χρησιμοποιώντας τις πιο πάνω προτάσεις σαν οδηγούς, ότι θα παραμείνουμε σταθεροί στις επάλξεις, εργαζόμενοι για την επίτευξη του στόχου μας που είναι η θετική προπονητική υποστήριξη, συνεισφέροντας για να αποβεί μια επιτυχημένη αθλητική περίοδος ώστε τα παιδιά να επανακάμψουν την επόμενη περίοδο και να συνεχίσουν να συμμετέχουν στον νεανικό αθλητισμό όλα τα ευαίσθητα χρόνια της διάπλασής τους.